- συνυπογράφω
- ΝΜΑ1. υπογράφω κάτι από κοινού με άλλον ή με άλλους2. (στη μσν. και στην αρχ. μόνον το παθ. συνυπογράφομαι) συναινώ, συγκατατίθεμαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνυπογράφω — σύν ὑπογράφω write under pres subj act 1st sg σύν ὑπογράφω write under pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσυπογράφω — ΝΑ [ὑπογράφω] νεοελλ. 1. υπογράφω μαζί με άλλους, συνυπογράφω («το έγγραφο προσυπέγραψαν και τα μέλη τού συμβουλίου που ήταν απόντα στην προηγούμενη συνεδρίαση») 2. μτφ. εγκρίνω, αποδέχομαι απολύτως κάτι αρχ. 1. σχεδιάζω κάτι ακόμη 2. επισυνάπτω… … Dictionary of Greek
συνυπογραφή — η, Ν από κοινού υπογραφή ενός εγγράφου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνυπογράφω. Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Ν. Δραγούμη] … Dictionary of Greek